- Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον-
- (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 - Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος πειραματιστής, επινόησε διάφορες συσκευές μεγάλης πρακτικής χρησιμότητας και υπήρξε εξαίρετος δάσκαλος.
Οι πρώτες χημικές εργασίες του Μ. (1837-42) αφορούν την κακοδυλική σειρά: ανακάλυψε το κοκοδύλιο (ρίζα, που αποτελείται από ένα άτομο αρσενικού και από τρεις μεθυλικές ρίζες) και μελέτησε άλλα αρσενικούχα οργανικά παράγωγα· ασχολήθηκε επίσης με τα αέρια που εκλύονται από τις υψικαμίνους και εκτέλεσε αρκετές μελέτες με τις οποίες προσδιόρισε τις σημαντικότερες ιδιότητες των αερίων. Οι έρευνές του επί του ηλεκτρικού ρεύματος τον οδήγησαν στην κατασκευή μιας στήλης που πήρε το όνομά του· με τη στήλη αυτή κατόρθωσε να παραγάγει ηλεκτρολυτικά διάφορα μέταλλα, όπως το μαγνήσιο, που παραλήφθηκε για πρώτη φορά σε μεταλλική κατάσταση και του οποίου προσδιόρισε τη φασματική σύσταση της φλόγας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι εργασίες του στη φωτοχημεία και στη φωτομετρία (όπως π.χ. το φωτόμετρό του με κηλίδα ελαίου): κατά την περίοδο αυτή (1854) κατασκεύασε τον «λύχνο του Μπούνσεν», ειδικό τύπο λύχνου φωταερίου, που έχει βασική σημασία για όλα τα εργαστήρια. Σε συνεργασία με τον Κίρχοφ έθεσε σε εφαρμογή τη φασματοσκοπική ανάλυση, με την οποία ανακάλυψε το καίσιο και το ρουβίδιο (1861). Παρασκεύασε όλες τις κύριες ενώσεις των δύο αυτών στοιχείων και, εκτός των άλλων, μελέτησε τις κρυσταλλικές μορφές τους.
Από τις συσκευές που κατασκεύασε, ιδιαίτερα σημαντικές είναι η αντλία κενού με πτώση ύδατος (που χρησιμοποιείται σε όλα τα εργαστήρια για τη διήθηση), ένα ειδικό θερμιδόμετρο πάγου (1870) και ένα με ατμό (1877).
Ο «λύχνος του Μπούνσεν», ένας ειδικός τύπος λύχνου φωταερίου, που κατασκεύασε ο Γερμανός χημικός Ρόμπερτ Βίλχελ φον Μπούνσεν.
Σχηματική τομή του «λύχνου του Μπούνσεν»: 1. αγωγός φωταερίου? 2. ρυθμιστικά ανοίγματα παροχής αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.